σκαρδαμυκτικός

σκαρδαμυκτικός
-ή, -ό / σκαρδαμυκτικός, -ή, -όν, ΝΑ [σκαρδαμύσσω]
αυτός που έχει τη συνήθεια να ανοιγοκλείνει συνεχώς τα μάτια του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκαρδαμυκτικόν — σκαρδαμυκτικός given to winking masc acc sg σκαρδαμυκτικός given to winking neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαρδαμυκτικοί — σκαρδαμυκτικός given to winking masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαρδαμυκτικούς — σκαρδαμυκτικός given to winking masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”